επιφανειακή τάση

επιφανειακή τάση
Το έργο που δαπανάται προκειμένου να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις που ασκούνται σε ένα μόριο, το οποίο βρίσκεται μέσα σε υγρό, και να αυξηθεί κατά μία μονάδα το εμβαδόν της επιφάνειας σε σταθερή θερμοκρασία. Ένα μόριο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός υγρού έλκεται προς όλες τις διευθύνσεις, αλλά ένα μόριο στην επιφάνεια του υγρού έλκεται μόνο προς τα μέσα από την επιφάνεια. Η επιφάνεια, επομένως, εμφανίζει μία τάση για συστολή, έτσι ώστε να καταλάβει το μικρότερο δυνατό εμβαδόν (μία ελεύθερη σταγόνα τείνει να αποκτήσει σφαιρικό σχήμα). Oπότε, για να αυξήσουμε την επιφάνεια του υγρού, κρατώντας τη θερμοκρασία σταθερή, απαιτείται να προσφέρουμε έργο την ε.τ. Εξαιτίας της ε.τ. υπάρχει μια διαφορά πιέσεων μεταξύ των δύο πλευρών μιας υγρής επιφάνειας, κάθετη προς την επιφάνεια αυτή και ίση με Δp = , όπου R1,R2 είναι οι ακτίνες καμπυλότητας δύο ορθοκανονικών διατομών και σ ο συντελεστής επιφανειακής τάσης. πυρηνική ε.τ. Έννοια της θεωρίας των Νιλς Μπορ και Τζον Γουίλερ για το μοντέλο της υγρής σταγόνας το οποίο χρησιμοποίησαν το 1939 ως βάση για τη θεωρία της πυρηνικής σχάσης. Σε ένα κοινό υγρό, η ε.τ. του οφείλεται στο γεγονός ότι τα μόρια της επιφάνειας είναι πιο χαλαρά συνδεδεμένα από τα μόρια του εσωτερικού, με αποτέλεσμα μία σταγόνα υγρού να τείνει να ελαχιστοποιήσει την επιφάνειά της παίρνοντας ένα σφαιρικό σχήμα. Αν θεωρηθεί ότι ο πυρήνας αποτελείται από σωμάτια που συμπεριφέρονται όπως τα μόρια ενός υγρού, τότε θα πρέπει να σχηματίζει σφαιρική σταγόνα, να μπορεί να παραμορφώνεται και να σχάζεται. Σύμφωνα με τη θεωρία των Μπορ-Γουίλερ, η διάσπαση του πυρήνα θα μπορούσε να προκληθεί όταν, υπό ορισμένες συνθήκες, η άπωση Κουλόμπ ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα υπερνικούσε τη δύναμη της πυρηνικής ε.τ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • διαβροχή — Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • παραχωρικό — Φυσικοχημική σταθερά μεγάλης σημασίας για τη μελέτη της σύστασης και της δομής των μορίων: εκφράζεται με τον τύπο: , όπου παριστάνει τον μοριακό όγκο και γ την επιφανειακή τάση. Τη σταθερά π. ανακάλυψε ο Σάγκντεν το 1924, και μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • τασιενεργός — ή, ό, θηλ. και τασιενεργός, Ν φρ. «τασιενεργα υλικά» φυσ. χημ. διάφορα υλικά, όπως σαπούνια, απορρυπαντικά κ.ά., τα οποία όταν διαλυθούν σε έναν ορισμένο διαλύτη, μεταβάλλουν την επιφανειακή τάση τού τελευταίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάση + ενεργός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • τασιμετρία — η, Ν φυσ. τεχνική με τη βοήθεια τής οποίας προσδιορίζεται η επιφανειακή τάση τών υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tensiometrie < λατ. tensio «τάση» + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα …   Dictionary of Greek

  • λυοτροπία — Το φαινόμενο της επίδρασης των διαλυμένων ουσιών στις μοριακές ιδιότητες του διαλύτη (ιξώδες, επιφανειακή τάση κλπ.). Ο όρος λ. χρησιμοποιείται και για την αύξηση της διαλυτότητας των δυσδιάλυτων ουσιών, η οποία πραγματοποιείται υπό την επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • μικροκυματισμός — ο ωκεαν. μικρό ελεύθερο κύμα επιφάνειας, με πολύ βραχύ μήκος ώστε η δύναμη επαναφοράς του να ισούται με την επιφανειακή τάση τού νερού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”